- πυρόξανθος
- auburn
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
πυρόξανθος — ον, Μ ο πυρρόξανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + ξανθός] … Dictionary of Greek
δαγάλος — δαγάλος, ο και δαγάλιν, το (Μ) (για ίππο) πυρόξανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με το δάος «δαυλός, πυρσός, ίππος»] … Dictionary of Greek